κατασταλτική

κατασταλτική
κατασταλτικός
fitted for checking
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • σκοπολαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που λαμβάνεται από φυτά τής οικογένειας σολανίδες και το οποίο ασκεί κατασταλτική δράση στα παρασυμπαθητικά νεύρα και, σε μεγαλύτερη δόση, στα αυτόνομα γάγγλια και έχει αξιοσημείωτη κατασταλτική δράση στο κεντρικό… …   Dictionary of Greek

  • FN P90 — PS90 redirects here. For the Russian aircraft engine PS 90, see Aviadvigatel PS 90. P90 …   Wikipedia

  • Special Anti-Terrorist Unit — Infobox Military Unit unit name= Eidiki Katastaltiki Antitromokratiki Monada caption= country= flagicon|Greece Greece type= Special Forces branch= Hellenic Police dates= 1978 Present specialization= Domestic Counter Terrorism and Law Enforcement… …   Wikipedia

  • Греческая полиция — Отряд по восстановлению общественного порядка Мотоциклетная полицейская к …   Википедия

  • Полиция Греции — Отряд по восстановлению общественного порядка …   Википедия

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • κατασταλτικός — ή, ό (AM κατασταλτικός, ή, όν) [καταστέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος») νεοελλ. κατευναστικός, καταπραϋντικός αρχ. ήσυχος,… …   Dictionary of Greek

  • κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”